κοινοδίκιον

κοινοδίκιον
κοινοδίκιον
common court in which matters in dispute between different cities were settled
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοινοδίκιον — κοινοδίκιον, τὸ (Α) [κοινόδικος] 1. ένωση πολλών πόλεων υπό την ίδια δικαιοδοσία 2. κοινό δικαστήριο πολλών πόλεων στο οποίο, με συμφωνημένο από κοινού δίκαιο, δικάζονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών τών πόλεων ή και ιδιωτικής φύσεως διαφορές 3. πάπ …   Dictionary of Greek

  • κοινοδικαστήριον — κοινοδικαστήριον, τό (Α) πάπ. κοινοδίκιον* …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”